- διαστρέψεις
- διαστρέφωturn different waysaor subj act 2nd sg (epic)διαστρέφωturn different waysfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek